Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 μέσα ἀπό τά ἐκδοθέντα ρωσσικά ἀρχεῖα

 Δημήτρης Μπαλτᾶς 

Δρ Φιλοσοφίας, Καθηγητής στο Α' Αρσάκειο Λύκειο Ψυχικού 

Στήν παροῦσα ἐργασία θά παρουσιάσω ὁρισμένες ὄψεις τῆς στάσης τῶν Ρώσσων ἀπέναντι στήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τοῦ προοδευτικά σχηματισθέντος  ρωσικοῦ φιλελληνισμοῦ[1], ὁ ὁποῖος ὅμως διαφέρει ἀπό τά φιλελληνικά κινήματα σέ ἄλλες, εὐρωπαϊκές καί μή, χῶρες[2]. Ἐξ ἀρχῆς μάλιστα θά σημειώσω ὅτι ὁ φιλελληνισμός τῶν Ρώσσων διαφοροποιεῖται ἀκόμη καί ἐνδογενῶς, δηλαδή μεταξύ τοῦ ρωσσικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, ὅπως δείχνουν τά μέχρι σήμερα ἐκδοθέντα ἀρχεῖα, τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν καί καλλιτεχνῶν καί βεβαίως τοῦ ἁπλοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ.

Βεβαίως ἡ ἔρευνα στό ρωσσικό ἀρχειακό ὑλικό, ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θά στηριχθεῖ ὁ ἐρευνητής γιά νά ἐξαγάγει ἀκριβῆ συμπεράσματα, εἶναι ἰδιαιτέρως δυσχερής, καθ’ ὅσον τά ρωσσικά ἀρχεῖα, τά ἀναφερόμενα στήν ἐπανάσταση Ἑλλήνων τοῦ 1821, εἶναι ἀπρόσιτα, ἐνῶ ἐξ αὐτῶν πού ἔχουν δημοσιευθεῖ κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τό 1960, δέν προκύπτει ὅτι ἡ ἐξωτερική πολιτική τῆς Ρωσσίας ἦταν ὑπέρ τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης[3], ἔστω κι ἄν ὁ σοβιετικός συντάκτης τοῦ 12ου τόμου ἀπό τά «Ἀρχεῖα τῆς Ἐξωτερικῆς Πολιτικῆς τῆς Ρωσσίας» διατείνεται στόν πρόλογό του ὅτι «τά διπλωματικά ἔγγραφα διαψεύδουν καθ’ ὁλοκληρίαν τίς ἐπινοήσεις ὅτι ἡ ρωσική κυβέρνηση τοῦ 1821-1822 δέν ἔλαβε ἐνεργό μέρος ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων»[4]. Στήν ἴδια ἑρμηνευτική κατεύθυνση κινεῖται καί ἡ σοβιετική ἱστορικός Olga B. Sparo ὅταν γράφει ὅτι «στή διάρκεια τοῦ πολέμου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ γιά ἀνεξαρτησία ἡ Ρωσία ἦταν ἡ μοναδική χώρα πού ὑπερασπιζόταν τήν ἐξέγερση μέ συνέπεια ὥς τό τέλος, τήν ὑποστήριζε διπλωματικά συνεχῶς, καί ὅταν φάνηκε καθαρά πώς αὐτό δέν ἦταν ἀρκετό, τήν ὑποστήριξε καί ἔνοπλα, στήν ἀρχή στή ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου καί ἀργότερα στόν πόλεμο μέ τήν Τουρκία στά 1828-1829»[5]. Ὡστόσο, ἐπιβάλλεται νά μελετήσει κανείς τό σχετικό ἀρχειακό ὑλικό γιά νά δεῖ ἄν ἐπιβεβαιώνονται οἱ ἀναφερθεῖσες τοποθετήσεις.

Κατ’ ἀρχάς, ἔχει ὑποστηριχθεῖ βάσιμα ὅτι «ἡ Ρωσσία, μεθ’ ὅλην τήν νομιμόφρονα καί συντηρητικήν αὐτῆς πολιτικήν καί τόν πρός τάς συνθήκας σεβασμόν, ἦτο κατά βάθος πολεμία ἀδιάλλακτος τοῦ τουρκικοῦ κράτους»[6]. Ἀλλά αὐτή ἡ ἐχθρότητα τῆς ὁμόδοξης Ρωσσίας δέν ἦταν δυνατό νά βρεῖ μία ἐπίσημη πολιτική ἔκφραση, διότι ἡ ρωσσική διπλωματική γραμμή ἦταν ἐνταγμένη στό πλαίσιο τῆς «ἀκεραιότητας τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας», τήν ὁποία ἐπιθυμοῦσε ἡ λεγόμενη «Ἱερά Συμμαχία». Στό πλαίσιο αὐτό θά κατανοηθεῖ λοιπόν τό γεγονός ὅτι «ἐπί Ἀλεξάνδρου, ἰδίᾳ κατά τά ἔτη 1816-1821, τό Ρωσσικόν ἐνδιαφέρον διά τήν Βαλκανικήν παρουσιάζεται ἔτι μᾶλλον ἀτονῆσαν, λόγῳ τῆς σταθερᾶς ἀποφάσεως τοῦ Αὐτοκράτορος νά ἀποφύγῃ τήν ἀνακίνησιν παντός ζητήματος, δυναμένου νά διαταταράξῃ τήν ἡσυχίαν τῆς Εὐρώπης»[7].

Στό σημεῖο αὐτό, καί προκειμένου νά δοθεῖ μία ἀκριβής εἰκόνα τῆς ἐξωτερικῆς  πολιτικῆς τῶν Ρώσσων μέ βάση τό ἀρχειακό ὑλικό ἀπέναντι στούς Ἑλλήνους καί τούς Τούρκους, εἶναι χρήσιμο νά καταγραφοῦν (ἀπό τά «Ἀρχεῖα τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Ρωσσίας», 12ος τόμος, ἀρ. ἐγγρ. 152, σ. 423) οἱ σχετικοί λόγοι τοῦ K.Β. Nesselrode (1780-1862): «Ἐκ πρώτης ὄψεως, δέν θά ἀμφισβητήσουμε τήν πιθανότητα τῶν συνεπειῶν, πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν ἀνθρώπινη προνοητικότητα, ἀλλά, σχετικά μέ τούς Τούρκους, θά ἰσχυριστοῦμε ὅτι, ἐάν δέν ἔχουν καθόλου ὑποχωρήσει στήν δύναμη τῆς λογικῆς, θά ὑποχωρήσουν στήν δύναμη τῆς ἀνάγκης, κυρίως ὅταν ἡ Ρωσσία θά τούς ἀνακοινώσει ὅτι ἐπιθυμεῖ τήν διατήρηση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας … προσφέροντάς της τήν συνεργασία γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἠρεμίας στήν Ἑλλάδα πάνω σέ θεμέλια σταθερά καί διαρκῆ. Ὅσον ἀφορᾶ τούς Ἕλληνες, θά προσθέσουμε ὅτι, ἐάν ἡ Ρωσσία θά τούς φανέρωνε ἐπίσημα τόν σκοπό τῆς πράξεών της, θά ὑπέθετε κανείς θά τούς ἐνέπνεε μία χρήσιμη ἐμπιστοσύνη, μία πλήρη ἀσφάλεια…»[8]. Ἐδῶ θά πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ἡ διαφορά μεταξύ τῆς ἐπίσημης διπλωματικῆς γραμμῆς ἀπό τήν ἔκφραση μιᾶς προσωπικῆς γνώμης ἑνός στρατιωτικοῦ, ἀκόμη καί ἑνός διπλωμάτη. Γι’ αὐτό καί ἡ προσπάθεια τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰω. Καποδίστρια (1776-1831), ὁ ὁποῖος μάλιστα «εἶχε τήν ἱκανότητα νά συνδυάζει τά Ρωσσικά συμφέροντα πρός τήν ἐξασφάλισιν μέτρων προστασίας καί σωτηρίας τῶν ὑποδούλων εἰς τούς Τούρκους χριστιανικῶν πληθυσμῶν»[9], σέ τελική ἀνάλυση δέν μετέβαλε τήν ἐξωτερική πολιτική τῆς Ρωσσίας, καί μάλιστα κατέληξε «εἰς προσωπικήν σύγκρουσιν πρός τόν Ρῶσσον Αὐτοκράτορα»[10]. Ἀλλά καί ὁ γνωστός Ρῶσσος συνταγματάρχης Πέστελ (1793-1826) ἐξέφραζε μία προσωπική ἐκτίμηση ὅταν σέ ἐπιστολή του (ἡ ὁποία φυλάσσεται στά «Κεντρικά Κρατικά Ἱστορικά ἀρχεῖα, φακ. 473, κείμενο 475-476) ἔγραφε ὅτι «ἄν ἡ Ρωσία δέν ἀρχίσει νά βοηθάει τούς Ἕλληνες, εἶναι πολύ πιθανό ἡ ἀφοσίωση καί ἡ ἀγάπη τους πρός τή Ρωσία νά καταλήξουν σέ ψυχρότητα καί ἐκεῖνοι νά στραφοῦν πρός κάποιο ἄλλο κράτος»[11].

Προσωπική ἐκτίμηση ἐξέφραζε -γιά νά ἀναφέρω καί ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα - καί ὁ Ρῶσσος διπλωμάτης Dmitri Tatischev (1767-1845), ὅταν τόν Μάρτιο τοῦ 1822 στήν Βιέννη ἔλεγε χαρακτηριστικά πρός τόν γραμματέα τοῦ Μέττερνιχ ὅτι «ἡ μεταβολή τοῦ καθεστῶτος σ’ ὅλες τίς ἑλληνικές περιοχές εἶναι κατά τή γνώμη τῆς ρωσικῆς κυβέρνησης βασικός ὅρος διατήρησης τῆς εἰρήνης…»[12]. Θά ἐπισημάνω ἐδῶ ὅτι ἡ διατύπωση τοῦ Tatischev «κατά τήν γνώμη τῆς ρωσικῆς κυβέρνησης» εἶναι ἀσαφής καί ὑπερβολική. Διότι, ἐάν αὐτή ἦταν ἡ ἐπίσημη γνώμη τῆς ρωσσικῆς κυβέρνησης, ἡ συμμετοχή τῆς Ρωσσίας στόν ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων γιά ἀνεξαρτησία θά ἦταν περισσότερο καί παντοιοτρόπως ἐνεργή. Σέ μία ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν πραγμάτων, βεβαίως, θά μποροῦσε νά μιλήσει κανείς γιά μία διπλή εἰκόνα τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Ρωσσίας, ἐντοπίζοντάς την σχηματικά στά ἔτη 1815-1822 καί 1822-1829 ἀντιστοίχως. Ἀλλά καί ἡ σχηματική αὐτή προσέγγιση ἴσως δέν εἶναι ἀπολύτως ἀκριβής.

Ἐκτός τῆς ἀναφερθείσης παρουσίας τοῦ Καποδίστρια στήν ρωσσική ἐξωτερική πολιτική, στήν σύγχρονη ἱστοριογραφία ἔχει συζητηθεῖ καί ἡ περίπτωση τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη (1792-1828), γιά τόν ὁποῖο ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἀπό τόν ρουμάνο ἱστορικό Α. Οţetea (1894-1977) ὅτι «δέν θά μποροῦσε νά ἀποδεχθεῖ τήν θέση πού τοῦ προσέφερε ἡ Φιλική Ἑταιρεία χωρίς τήν ἐξουσιοδότηση τοῦ Ἀλεξάνδρου Α΄»[13]. Ἄν καί ὁ Ρουμάνος ἀκαδημαϊκός ἐπικαλεῖται τά «ἀρχεῖα τῆς Μόσχας», ὡστόσο, ἐπιβάλλεται νά λεχθεῖ ὅτι καί στήν περίπτωση τοῦ Ὑψηλάντη, ὅπως καί στήν περίπτωση τοῦ Καποδίστρια, ἡ ρωσσική πολιτική δέν ἐνθάρρυνε ποτέ, ἐπίσημα τουλάχιστον, τήν ἐξέγερση τῶν Ἑλλήνων, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Ὑψηλάντης δέν εἶχε σέ καμμία περίπτωση τήν στρατιωτική στήριξη τοῦ τσάρου. Γράφει σχετικά ἡ Olga Sparo ὅτι «ἡ Ρωσία στή διεθνή κατάσταση πού εἶχε δημιουργηθεῖ τότε, δέν μποροῦσε νά τούς παράσχει καμιά στρατιωτική βοήθεια, ἀλλά καί κανείς ποτέ δέν τήν ὑποσχέθηκε στόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη»[14]. Κατά ταῦτα, εἶναι βέβαιο ὅτι «ἡ Ρωσσία δέν παρακίνησε τούς Ἕλληνες στήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀλλά ἡ Φιλική Ἑταιρεία ἐπιχείρησε νά εἰσαγάγει τήν Ρωσσία στά σχέδιά της»[15].

Ἐάν αὐτή ἡ εἰκόνα παρουσιάζεται στό ἐπίπεδο ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Ρωσσίας ἀπέναντι στό ἑλληνικό ζήτημα, καί ἀσφαλῶς μία τέτοια εἰκόνα δέν δείχνει κάποια συγκεκριμένη καί συνολική ἐκδήλωση φιλελληνισμοῦ, εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι στά λογοτεχνικά πράγματα τῆς Ρωσσίας τοῦ 19ου αἰ. ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς φιλελληνικῆς τάσης εἶναι πιό εὐδιάκριτη καί σταθερή.

Αὐτό ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι στήν Ρωσσία τοῦ 19ου αἰ. τό φιλελεύθερο πνεῦμα εἶχε ὡς μοναδικό χῶρο ἐκφράσεως τήν λογοτεχνία. Ἀπό τά πολλά παραδείγματα θά ἀναφέρω ὅτι ὁ Κ. Rileiev (1795-1826) εἶχε ἀφιερώσει ἕνα ποίημά του στόν Ρῶσσο στρατηγό Α. Ermolov (1777-1861), γιά τόν ὁποῖο μάλιστα ὑπῆρχαν φῆμες ὅτι σχεδίαζε ἐκστρατεία στήν Ἑλλάδα γιά νά βοηθήσει τούς ἀγωνιστές. «Φίλε τοῦ Ἄρη καί τῆς Παλλάδας, / Ἐλπίδα τῶν συμπολιτῶν σου, γιέ τῆς Ρωσσίας πιστέ, / Γερμόλοφ! Βιάσου νά σώσεις τά παιδιά τῆς Ἑλλάδας!»[16]. Ἀσφαλῶς τά ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν τοῦ ’21 εἶναι γνωστά στούς Ρώσσους λογοτέχνες. Λ.χ. στίς Νεκρές Ψυχές τοῦ Νικολάϊ Γκόγκολ (1809-1852) ὁ κεντρικός ἥρωας τοῦ ἔργου, ὁ Τσίτσικοφ, ὅταν ἐπισκέπτεται τό σπίτι ἑνός τσιφλικά, ἀντικρίζει μέ δέος τούς πίνακες πού ἀπεικόνιζαν «νεαρά ἄτομα, ὁλόσωμα- ἕλληνες ἀξιωματούχους. Ὁ Μαυροκορδᾶτος, ὁ Μιαούλης, ὁ Κανάρης … ἡ Μπουμπουλίνα»[17].  

Ἐξ ἄλλου, γιά τούς Ρώσσους ποιητές[18] ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση ἀποτελοῦσε μία ἔμπνευση κι ἕνα ὅραμα, ἄν λάβει κανείς ὑπ’ ὄψιν ὅτι κατά τήν δεκαετία τοῦ 1820 στήν Ρωσσία ὑπῆρχε μία ἐσωτερική πολιτική ζύμωση, προερχόμενη ἀπό κύκλους τῶν εὐγενῶν, ἐπηρεασμένων ἀπό τίς  ἰδέες τῆς Ἀμερικανικῆς καί τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, καί ἀποσκοποῦσα στήν ἀνατροπή τοῦ τσάρου. Ἀπό τούς ποιητές πού ἀνέφερα παραπάνω, ὁ Rileiev ἐκτελέστηκε, ἐνῶ ὁ W. Κuchelbecker (1797-1846) καταδικάστηκε στά κάτεργα. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ὅτι γιά τούς ἐπονομαζόμενους Δεκεμβριστές «ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων γιά ἀνεξαρτησία ἀποτελεῖ ἕνα κρίκο στήν γενική ἀλυσίδα τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος στήν Εὐρώπη»[19]. Ὡστόσο, πέρα ἀπό τόν ἀναφερθέντα συσχετισμό πού θά πρέπει νά εἶναι ἱστορικά ὀρθός, ἔχει σημασία ἡ ἴδια ἡ ἰδέα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως στήν ρωσσική λογοτεχνία. Σέ κάθε περίπτωση, θά διακρίνει κανείς τον ἐνθουσιασμό καί τήν ἔμπνευση τῶν Ρώσσων συγγραφέων, πού προέρχονται κυρίως ἀπό τήν ἐπιτυχῆ, στήν περίπτωση τῆς Ἑλλάδας, ἐφαρμογή τῶν φιλελεύθερων ἰδεῶν καί ἰδεωδῶν.

Ὁμοίως καί στόν ρωσσσικό τύπο δημοσιεύονται κείμενα ὑπέρ τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ἀνεξαρτησία. Γιά παράδειγμα, θά σημειωθεῖ ὅτι στό περιοδικό Vestnik Evropi, τοῦ 1809, στό ἄρθρο μέ τίτλο «O sostajanii slovesnosti i nauk u nineshnih grekov» [«Γιά τήν κατάσταση τῆς λογοτεχνίας καί τῶν ἐπιστημῶν τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων», ὁ ἀρθρογράφος εὔχεται «τήν εὐτυχισμένη ἀλλαγή [στήν Ἑλλάδα]»[20], ἐννοώντας προφανῶς τήν ἀνάκτηση τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων.

Στό πλαίσιο τῆς παρούσης ἐργασίας, καί παρά τήν ἐπίσημη γραμμή τῆς ρωσσικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς ὡς πρός τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, μπορεῖ νά καταγραφεῖ (ἀπό τά «Ἀρχεῖα Ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Ρωσσίας», 12Ος τόμος ἀρ. ἐγγράφ. 213, σ. 605), τό γεγονός ὅτι «ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας διοργάνωσε ἐράνους τόν Νοέμβριο τοῦ 1822 ὑπέρ τῶν θυμάτων τῶν τουρκικῶν θηριωδιῶν στή Χίο καί τή Χαλκιδική»[21]. Μέ βάση πάντοτε τά ρωσικά ἀρχεῖα, ἀκόμη καί ἡ κίνηση αὐτή πού ἐκφράζει τά φιλελληνικά αἰσθήματα τῶν Ρώσσων ὁμοδόξων, δέν ἔχει ὑπαγορευθεῖ ἀπό τήν ἐπίσημη πολιτική τοῦ τσάρου. Ὁπωσδήποτε πάντως θυμίζει ἀντίστοιχους ἐράνους πού διοργανώνονταν στίς εὐρωπαϊκές πόλεις ὑπέρ τῶν δικαίων τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης.

Ἀπό τήν ἄποψη, τέλος, τῆς καθαρά στρατιωτικῆς συμμετοχῆς τῶν Ρώσσων στόν ἑλληνικό ἀγῶνα τῆς Ἀνεξαρτησίας, ἐπισημαίνεται ὅτι «τό Ἱστορικό Ἰνστιτοῦτο τῆς Μόσχας δέν διέθετε, τουλάχιστον ὥς τό 1960, κανένα στοιχεῖο γιά τή συμμετοχή Ρώσων ἐθελοντῶν στό ἑλληνικό ἀπελευθερωτικό κίνημα, μέ μοναδική ἐξαίρεση τόν συνταγματάρχη ἐκτός ὑπηρεσίας Ν.Α.Rajk … Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι λίγοι ἀκόμη, ἐκτός ἀπό τόν Ράικο καί τόν Πρωτοποπώφ, Ρῶσοι ἐθελοντές βρέθηκαν στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα»[22]. Ἐδῶ πάντως θά πρέπει να προστεθεῖ ὅτι, μέ βάση ἀφ’ ἑνός μέν τίς ἑλληνικές ἱστορικές ἀναφορές τοῦ 19ου αἰ. ἀφ’ ἑτέρου δέ τόν δημοσιευθέντα «κατάλογο τῶν Ρωσικῶν Ἀρχῶν-Κισνόφ, 14 Ἰουλίου 1821, ἀρ. 3465-Άρχεῖο Ὀδησσοῦ», Ρῶσσοι ἐθελοντές ἔλαβαν μέρος στήν ἐπανάσταση στην Μολδοβλαχία[23]. Ἀσφαλῶς ἔχουν καταγραφεῖ[24] ἐπίσης Ρῶσσοι φιλέλληνες, καί μάλιστα ἀξιωματικοί τοῦ ρωσσικοῦ στρατοῦ, πού ἦλθαν να προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες τους στον ἀγῶνα ὑπέρ τῆς Ἀνεξαρτησίας τῶν Ἑλλήνων. 

Ὕστερα ἀπό τά παραπάνω παραμένει τό ἐρώτημα ἄν μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά ρωσσικό φιλελληνισμό, κατά τήν ἔννοια πού ἀναφερόμαστε στόν ἀγγλικό, τόν γαλλικό, τόν γερμανικό κ.ἄ. φιλελληνισμό. Γιά τήν ἀκριβή προσέγγιση τῶν πραγμάτων, νομίζω ὅτι ἀσφαλῶς ὑπάρχουν πολλές ἐκδηλώσεις τοῦ ρωσσικοῦ φιλελληνισμοῦ, ἀλλά μέ ὁρισμένα ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ἐάν λοιπόν μιλήσει κανείς γιά ρωσσικό φιλελληνισμό, θά πρέπει νά ἔχει κατά νοῦν ὅτι αὐτός καλλιεργήθηκε κυρίως ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἕλληνες πού ζοῦσαν στά ἐδάφη τῆς ρωσσικῆς αὐτοκρατορίας[25]. Ἐξ ἄλλου, ὁ φιλελληνισμός τῶν Ρώσσων διακρίνεται ἀπό μεγαλύτερη «μυστικότητα»[26] σέ σχέση μέ τόν φιλεληνισμό τῶν ἄλλων χωρῶν. Οἱ ἐκδηλώσεις ὑπέρ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνα στήν Ρωσσία δέν ἦταν τόσο φανερά ὀργανωμένες ὅπως στήν Δύση. Ἕνα τρίτο χαρακτηριστικό εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ φιλελληνισμός τῶν Ρώσσων εἶναι ἀτομικός καί ρομαντικός, ἀλλά ὄχι συλλογικός. Ἀσφαλῶς αὐτό θυμίζει ἐν μέρει τόν ἀναπτυχθέντα φιλελληνισμό στίς εὐρωπαϊκές χῶρες. Ἀλλά ὁ ρωσσικός φιλελληνισμός εἶναι κυρίως ἕνας φιλελληνισμός πού διαφοροποιεῖται ἐνδογενῶς: ἄλλος εἶναι ὁ φιλελληνισμός τοῦ ἁπλοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ, ἄλλος ὁ φιλελληνισμός τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ 19ου αἰ. καί φυσικά ἄλλος, διαφορετικός καί πολυπρόσωπος, ὁ φιλελληνισμός τῆς ρωσσικῆς διπλωματίας, ὅπως συνάγεται μέσα ἀπό τό ἀρχειακό ὑλικό τῶν ἐτῶν 1821-1829. Σέ κάθε περίπτωση, πάντως, ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση παρουσιάζεται ὡς ἕνα γεγονός ἀναγκαῖο, ἐξαιρετικό καί πηγή ἔμπνευσης γιά τούς καταπιεσμένους ἀνά τήν γῆ λαούς.

(Ἀνακοίνωση τοῦ γράφοντος στό Ε΄ Διεθνές Συνέδριο «Ὁ διεθνής περίγυρος καί ὁ Φιλελληνισμός κατά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση», Συνοδικό Μέγαρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 14.10. 2016). 


[1]  Βλ. Σπ. Δ. Λουκάτου, «Ρωσικός φιλελληνισμός στά χρόνια τοῦ ’21», Μνημοσύνη τ. 10ος, Ἐν Ἀθήναις 1985-1987, σσ. 97-176. Ἡ ἐργασία αὐτή, ἄν καί στηρίζεται ἀποκλειστικῶς σἐ ἑλληνικό ἀρχειακό ὑλικό, το ὁποῖο και ἐκδίδει, εἶναι ἡ πληρέστερη πού διαθέτουμε στην ἑλληνική.

[2] Βλ. ἐνδεικτικῶς Σ.Θ. Λάσκαρι, Ὁ φιλελληνισμός ἐν Γερμανίᾳ κατά τήν ἑλληνικήν ἐπανάστασιν, Σύλλογος Πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, Ἐν Ἀθήναις 1930· Θ. Βαγενᾶς, Εὐρ. Δημητρακοπούλου, Ἀμερικανοί φιλέλληνες ἐθελοντές στό Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 1949·  D.Dakin, British and American philhellenes during the war of Greek Independence, 1821-1833. ΙΜΧΑ, ἀρ. 8. Θεσσαλονίκη 1955· Σπ. Λουκᾶτος,  Ἕλληνες καί φιλέλληνες τῶν Ἰνδιῶν κατά τήν Ἑλληνικήν Ἐπανάστασιν. Αἱ ἑλληνικαί παροικίαι τῆς Καλκούττας καί τῆς Δάκκας. Η Φιλελληνική Ἑταιρεία τῆς Καλκούττας. Ἔκδ. Πᾶν, Ἀθῆναι 1965· Δημήτριος Παντελοδῆμος, Ὁ φιλελληνισμός εἰς τήν Lyon κατά τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821, Ἀθῆναι 1974· C.M. Woodhouse, The Philhellenes, Doric Publications, London/Athens 1977· Ἀρ. Παπανικολάου-Κρίστενσεν, Τό φιλελληνικό κίνημα στή Δανία, Ι.Ε.Ε.Ε, 2010· T. Spencer, Ὁ Ἀγγλικός φιλολογικός φιλελληνισμός. Ἀπό τόν Σαίξπηρ ὥς τόν Μπάυρον, Σύλλογος Πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, Ἀθήνα 1990.

[3]  Κων/νος Κ. Παπουλίδης, «Ἡ Ρωσία καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821-1822 (μέ ἀφορμή τήν πρόσφατη δημοσίευση ἐγγράφων ἀπό τά Ἀρχεῖα Ἐξωτερικῆς Πολιτικῆς τῆς Ρωσίας»), σ. 202.

[4] Κων/νος Κ. Παπουλίδης, «Ἡ Ρωσία καί ἡ Ἑλληνιή Ἐπανάσταση τοῦ 1821-1822»…, ὅπ.π., σ. 189.

[5] Ὄλγα Μπ. Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία 1821-1829, μετ. Α. Σαραντόπουλου, Ἐκδοτικός Οἶκος Φέξη, Ἀθήνα 1971, σ. 9.

[6] Π. Καρολίδου, Εἰσαγωγή εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ιθ΄ αἰῶνος, Ἐκ τοῦ τυπογραφείου Περρῆ, Ἀθήνησιν 1891,  σ. 198.

[7] Ἀλεξ. Ι. Δεσποτοπούλου, Ὁ κυβερνήτης Καποδίστριας καί ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Ἑλλάδος, ΜΙΕΤ, Ἀθῆναι 2008, σ. 43.  

[8] Κων/νος Κ. Παπουλίδης, «Ἡ Ρωσία καί ἡ Ἑλληνιή Ἐπανάσταση τοῦ 1821-1822»…, ὅπ.π., σ. 193, σημ. 11.

[9] Ἀλεξ. Ι. Δεσποτοπούλου, Ὁ κυβερνήτης Καποδίστριας καί ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Ἑλλάδος…, σ. 7.

[10] Ἀλεξ. Ι. Δεσποτοπούλου, Ὁ κυβερνήτης Καποδίστριας καί ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Ἑλλάδος…, σ. 41.

[11] Ἡ ἀναφορά ἔχει ληφθεῖ ἀπό τήν Ὄλγα Μπ. Σπάρο (Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία 1821-1829…, σ. 91).

[12] Ἡ ἀναφορά ἔχει ληφθεῖ ἀπό τήν Ὄλγα Μπ. Σπάρο (Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία 1821-1829…, σ. 109).

[13] Γιά τήν ὅλη συζήτηση βλ. Alexandre J. Despotopoulos, «La révolution grecque, Alexandre Ypsilantis et la politique de la Russie», Balkan Studies 7, 1966, σσ. 395-410.

[14] Ὄλγα Μπ. Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία 1821-1829…, σ. 9.

[15] Alexandre J. Despotopoulos, «La révolution grecque, Alexandre Ypsilantis et la politique de la Russie», ὅπ.π.,  σ. 410.

[16] Βλ. τόν τόμο Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση τοῦ 1821 στόν καθρέφτη τῆς ρωσσικῆς ποίησης, ἐπιλ.-εἰσ.-ἐπιμ. Σ. Ἰλίνσκαγια, Ἀθήνα 2001, σ. 57.

[17]  Ν. Γκόγκολ, Νεκρές ψυχές, μετ. Α. Σαραντόπουλος, Ἀθήνα 1987, σ. 152.

[18] Βλ. καί Δημ. Μπαλτᾶς, «Τό 1821 στήν ρωσσική ποίηση», ἐφημ. Χριστιανική, 20.3. 2008.  

[19] Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σσ. 56-57· βλ. ὁμοίως Ὀρ. Ἀγγελίδης, Ὁ ἑλληνισμός στήν ρωσική αὐτοκρατορία (18ος-19ος αἰ.), Ἀλεξανδρούπολη 2004, σ. 50· Σπ. Δ. Λουκάτου, «Ρωσικός φιλελληνισμός στα χρόνια τοῦ ‘21», ὅπ.π., σσ. 99-101∙ Χρ. Λοῦκος, «Ἕνας Ρῶσος στήν Ἑλλάδα κατά τήν καποδιστριακή περίοδο: ὁ φιλέλληνας Νικόλαος Ράικο», Μνήμων 11, 1987, σ. 156.

[20] Ἡ ἀναφορά ἔχει ληφθεῖ ἀπό τόν Ὀρ. Ἀγγελίδη (Ὁ ἑλληνισμός στήν ρωσική αὐτοκρατορία…, σ. 51).

[21] Κων/νος Κ. Παπουλίδης, «Ἡ Ρωσία καί ἡ Ἑλληνιή Ἐπανάσταση τοῦ 1821-1822»…, ὅπ.π., σ. 194.

[22] Χρ. Λοῦκος, «Ἕνας Ρῶσος στήν Ἑλλάδα κατά τήν καποδιστριακή περίοδο: ὁ φιλέλληνας Νικόλαος Ράικο»…, ὅπ.π., σ. 154, σημ. 2.

[23] Βλ. Σπ. Δ. Λουκάτου, «Ρωσικός φιλελληνισμός στά χρόνια τοῦ ’21», ὅπ.π., σσ. 130-131.

[24] Βλ. Σπ. Δ. Λουκάτου, «Ρωσικός φιλελληνισμός στά χρόνια τοῦ ’21», ὅπ.π., σσ. 132-145.

[25] Βλ. προχείρως  Ὀρ. Ἀγγελίδη, Ὁ ἑλληνισμός στήν ρωσική αὐτοκρατορία…, σσ. 50-51.

[26] Ὄλγα Μπ. Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία 1821-1829…, σ. 101∙ Σπ. Δ. Λουκάτου, «Ρωσικός φιλελληνισμός στα χρόνια τοῦ ‘21», ὅπ.π., σ. 103.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις